- παραπεμπτικός
- -ή, -όαυτός με τον οποίο γίνεται παραπομπή («παραπεμπτικό βούλευμα» — βούλευμα τού δικαστικού συμβουλίου με το οποίο παραπέμπεται ο κατηγορούμενος να δικαστεί ενώπιον τού δικαστηρίου).[ΕΤΥΜΟΛ. < παραπέμπω. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.